- πολύπαθος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει πάθει πολλά, που έχει υποστεί πολλές ταλαιπωρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + θ. παθ-, πρβλ. ἔ-παθ-ον αόρ. β' τού πάσχω (πρβλ. κακό-παθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύπαθος — η, ο αυτός που έπαθε πολλά: Εμένα τον πολύπαθο ας έρθει να ρωτήσει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυστλήμων — δυστλήμων, ον (Α) πολύπαθος, πολύ βασανισμένος … Dictionary of Greek
πολυπένθιμος — ον, Α πολυπενθής, πολύπαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πένθιμος (< πένθος)] … Dictionary of Greek
πολυπαθής — ές, ΝΜΑ ο πολύπαθος, αυτός που έχει πολλά βάσανα μσν. αρχ. ο επιρρεπής σε πολλά πάθη («χοιρώδη βίον καὶ πολυπαθῆ», Μεθόδ.) αρχ. 1. αυτός που δέχεται πολλές εντυπώσεις τών αισθήσεων 2. (για νόσο) αυτός που παρουσιάζει επιπλοκές 3. (για τύραννο)… … Dictionary of Greek
τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τυραννώ — τυραννῶ, έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, άω, Ν 1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.) 2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.) 3. (μτβ.)… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
κακόπαθος — η, ο πολύπαθος, πολυβασανισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυβασανισμένος — η, ο ο πολύ βασανισμένος, ο πολύπαθος: Δε σε ξέχασα, πατρίδα μου πολυβασανισμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπόθητος — η, ο ο πολυαγάπητος, ο πολύ επιθυμητός, αλλ. πολύπαθος: Θέλω να δω τη μάνα μου την πολυπόθητή μου (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)